ἑαυτᾷ

ἑαυτᾷ
ἑαυτοῦ
Stadtrecht von Gortyn
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἑαυτά — ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn neut acc pl ἑαυτά̱ , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑαυτάν — ἑαυτά̱ν , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑαυτάς — ἑαυτά̱ς , ἑαυτοῦ Stadtrecht von Gortyn fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Consonant — Not to be confused with the musical concept of consonance For the alternative rock group, see Consonant (band). Places of articulation Labial Bilabial Labial–velar Labial–coronal Labiodental …   Wikipedia

  • Plosive — Occlusive redirects here. For occlusion in dentistry, see Occlusion (dentistry). Manners of articulation Obstruent Plosive (occlusive) Affricate Fricative Sibilant Sonorant Nasal …   Wikipedia

  • μοναδολογία — η 1. το μεταφυσικό σύστημα τού Γερμανού φιλοσόφου Λάιμπνιτς σύμφωνα με το οποίο ο κόσμος σύγκειται από απλά, άυλα στοιχεία, τις μονάδες, τα οποία έχουν δυναμική ουσία και υφίστανται αυτά καθ εαυτά 2. ως κύριο όν. Μοναδολογία το έργο του Λάιμπνιτς …   Dictionary of Greek

  • προσανατάσσω — Α 1. διευθετώ, τακτοποιώ κάτι επί πλέον 2. επαναφέρω κάτι ακόμη στην αρχική του θέση («πέφυκε... προσανατάσσειν ἑαυτὰ τῇ ψυχῇ [τὰ πάθη]», Αρτεμίδ. Δαλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνατάσσω «τοποθετώ κάτι στην αρχική του θέση, τακτοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεξάγω — ΜΑ [ἐξάγω] προκαλώ εξαγωγή ενός πράγματος μαζί με άλλα ή ύστερα από άλλα, αποβάλλω επίσης («τὰ καθαρτικὰ τῶν φαρμάκων καὶ ἑαυτὰ τοῑς χυμοῑς συνεξάγει», Σέξτ. Εμπ.) αρχ. 1. οδηγώ έξω ή προς τα έξω ταυτοχρόνως («συνεξάγειν στρατιήν», Ηρόδ.) 2. παθ …   Dictionary of Greek

  • υπερβατικότητα — η, Ν [υπερβατικός] 1. η ιδιότητα τού υπερβατικού 2. (φιλοσ.) α) η ύπαρξη τών υπερβατικών πραγματικοτήτων β) θεολογική θεωρία κατά την οποία ο θεός δεν υπάρχει μέσα στον κόσμο ως ζωική αρχή που εμψυχώνει κάθε ον, αλλά βρίσκεται απέναντι ή υπεράνω… …   Dictionary of Greek

  • φαινομεναλισμός — ο, Ν (φιλοσ.) φιλοσοφική αντίληψη σύμφωνα με την οποία το γνωστικό υποκείμενο, ο άνθρωπος, γνωρίζει μόνον τα φαινόμενα, ό,τι φαίνεται σε ένα αντικείμενο, και όχι τα αντικείμενα, τα πράγματα καθ εαυτά, ότι τα αντικείμενα τής εμπειρίας και τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”